ἑτοιμόσβεστος

ἑτοιμόσβεστος
ἑτοιμό-σβεστος, leicht erlöschend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμόσβηστος — η, ο (Μ ἑτοιμόσβεστος, ον) 1. ο έτοιμος να σβήσει, αυτός που πάει να σβήσει («ετοιμόσβηστη φωτιά») 2. αυτός που σβήνει εύκολα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”